πυργήρης — ῆρες, ΜΑ (για τόπο) αυτός που έχει πύργους, οχυρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + ήρης (Ι)* (πρβλ. ξιφ ήρης)] … Dictionary of Greek
πυργήρεα — πυργήρης furnished with towers neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πυργήρης furnished with towers masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek
πυργηρώ — έω, ΜΑ [πυργήρης] περιφράσσω έναν τόπο με πύργους αρχ. (κυρίως το μέσ.) πυργηροῡμαι, έομαι α) κλείνομαι μέσα σε έναν χώρο σαν σε πύργο β) συνεκδ. πολιορκούμαι … Dictionary of Greek
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek